- Τραγασαίου
- Τραγασαί̱ου , Τραγασαῖοςofmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τραγασαίος — αία, ον, Α [Τραγασαί] 1. αυτός που κατάγεται από την πόλη Τραγασαί 2. φρ. α) «ὡς Τραγασαῖα φαίνεται» κωμική φρ. στον Αριστοφ. με λογοπαίγνιο τού απρμφ. αορ. β τραγεῖν, τού ρ. τρώγω β) «πατρὸς Τραγασαίου» κωμική φρ. στον Αριστοφ. με λογοπαίγνιο… … Dictionary of Greek
περιπόνηρος — ον, ΜΑ (ως λογοπαίγνιο στη λ. περιφόρητος) πολύ κακός άνθρωπος, άνθρωπος πολύ κακής διαθέσεως («ὁ περιπόνηρος Ἀρτέμων... ὄζων κακὸν τῶν μασχαλῶν πατρὸς Τραγασαίου», Αριστοφ.). επίρρ... περιπονήρως Μ με περιπόνηρο τρόπο, με πολύ κακή διάθεση … Dictionary of Greek